θερμαίνω

θερμαίνω
(αόρ. εθέρμανα, παθ. αόρ. (ε)θερμάθηκα и εθερμάνθην) μετ.
1) греть, нагревать; разогревать, подогревать; согревать, пригревать (тж. перен. ); 2) обогревать, отапливать; 3) перен. разгорячать, воодушевлять; оживлять;

θερμαίνομαι

1) — греться, нагреваться;

разогреваться, подогреваться; согреваться, пригреваться (тж. перен. );
2) обогреваться, отапливаться; 3) быть в жару, в лихорадке;

θερμαίνεται κάθε λίγο — у него частые приступы малярии;

4) перен. разгорячаться, воодушевляться; оживляться;
ο ζήλος του εθερμάνθη его вновь охватило рвение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θερμαίνω" в других словарях:

  • θερμαίνω — warm pres subj act 1st sg θερμαίνω warm pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνω — θερμαίνω, θέρμανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη. 2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά. 3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα. 4. το μέσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμαίνεσθε — θερμαίνω warm pres imperat mp 2nd pl θερμαίνω warm pres ind mp 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνετε — θερμαίνω warm pres imperat act 2nd pl θερμαίνω warm pres ind act 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνῃ — θερμαίνω warm pres subj mp 2nd sg θερμαίνω warm pres ind mp 2nd sg θερμαίνω warm pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • θερμαινομένων — θερμαίνω warm pres part mp fem gen pl θερμαίνω warm pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαινόμεθα — θερμαίνω warm pres ind mp 1st pl θερμαίνω warm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαινόμενον — θερμαίνω warm pres part mp masc acc sg θερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»